Περιγραφή
Το κήρυγμα της Κυριακής Α’
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι ο εις Φαρισαίος, και ο έτερος Τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο Ο Θεός, ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο Τελώνης. Νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο Τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτε το στήθος αυτού λέγων Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού, ή εκείνος. Ότι πας ο υψών εαυτόν, ταπεινωθήσεται ο δε ταπεινών εαυτόν, υψωθήσεται. … (Από την έκδοση)